- ανασπώ
- (α) (αόρ. ανέσπασα) μετ. вытаскивать, вытягивать, вынимать;
ανασπώ τό ξίφος — вытаскивать меч
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασπώ τό ξίφος — вытаскивать меч
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασπώ — ἀνασπῶ ( άω) (AM) έλκω προς τα πάνω, ανασύρω μσν. 1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι 2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς 3. μέσ. α) απομακρύνομαι β) προέρχομαι αρχ. 1. παίρνω με τη βία, αρπάζω 2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά 3. τραβώ, ξεριζώνω … Dictionary of Greek
ἀνασπῶ — ἀ̱νασπῶ , ἀνασπάω draw imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνασπάω draw pres imperat mp 2nd sg ἀνασπάω draw pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀνασπάω draw pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνασπάω draw pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
ανάσπαση — η (Α ἀνάσπασις) η ενέργεια του ανασπώ, τράβηγμα προς τα επάνω, εξαγωγή από τη θήκη … Dictionary of Greek
ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού … Dictionary of Greek
ανάσπαστος — ἀνάσπαστος, η, ον και ανασπαστός, ή, όν (Α) [ανασπώ] 1. αυτός που έχει ανασυρθεί 2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα 3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα 3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι οι ιμάντες των… … Dictionary of Greek
ανασπαστήρας — ο [ανασπώ] εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξερίζωμα φυτών … Dictionary of Greek
ανασπαστήριο — το (Α ἀνασπαστήριον) [ανασπώ] νεοελλ. ο ανασπαστήρας αρχ. μηχάνημα που χρησίμευε για την ανύψωση των σιδερένιων θυρών των φρουρίων … Dictionary of Greek
εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… … Dictionary of Greek
εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… … Dictionary of Greek
εξανασπώ — (AM ἐξανασπῶ, άω) ανασπώ, σύρω προς τα πάνω, τραβώ κάτι με τη βία από τη θέση του αρχ. μσν. ξεριζώνω μσν. (για εχθρούς) αφανίζω, εξολοθρεύω … Dictionary of Greek